- οξαλίδα
- [-ίς (-ίδος)] η щавель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οξαλίδα — και οξαλίς, η (Α ὀξαλίς) το πολυετές ποώδες φυτό λάπαθο νεοελλ. βοτ. γένος φυτών, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας γερανιώδη, τού οποίου τρία είδη απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα και είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες ξινήθρες και μοσχόφυλλα αρχ … Dictionary of Greek
ὀξαλίδα — ὀξαλίς sour wine fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξίς — ὀξίς, ίδος, ἡ (Α) 1. πήλινο ή μεταλλικό αγγείο για το ξίδι, ξιδερό 2. (στην Αθήνα) μονάδα μέτρησης ισοδύναμη με το ὀξύβαφον 3. το φυτό οξαλίδα 4. (στον Αριστοφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου με μικρό ανάστημα 5. στον πληθ. αἱ ὀξίδες οι οξύτητες.… … Dictionary of Greek
οξηλίς — ὀξηλίς, ἡ (Μ) το φυτό λάπαθο, η οξαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος + επίθημα ηλίς (πρβλ. πετ ηλίς)] … Dictionary of Greek
οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… … Dictionary of Greek
οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… … Dictionary of Greek
ξινήθρα — η άγριο χόρτο με ξινή γεύση, αλλ. οξαλίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)